επιβρομώ

επιβρομώ
ἐπιβρομῶ, -έω (Α)
1. (για θάλασσα) κάνω πάταγο, βουίζω
2. (για όπλα) αντηχώ
3. κάνω κάτι να αντηχήσει
4. (για θαλάσσια πουλιά) κραυγάζω από ψηλά
5. παθ. (για αφτιά) γεμίζω ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρομώ (παράλληλος τ. τού ρ. βρέμω «ηχώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”